γλυκύς

γλυκύς
γλῠκύς (-ύς, -ύν; -εῖα, -είας, -εῖαν, -εῖα, -εῖαι; -ύ nom., acc.; -έα nom.: γλυκυτέραν: γλυκυτάτᾳ, -αις)
1 sweet
a of persons.

γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.57

cf. O. 6.91
b of things.

ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων P. 2.37

καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν μεῖξαι P. 4.223

γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24

ἀνάπαυσις ἐν παντᾰ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52

Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος P. 10.10

γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι N. 9.22

μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47

γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν pr. fr. 110. δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον pr. fr. 124c. esp., sweet in sound ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν (sc. ᾠδήν) O. 1.109

ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν O. 4.5

ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν O. 5.1

ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν O. 6.91

γλυκὺν καρπὸν φρενός O. 7.8

λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται O. 7.77

πτερόεντα δἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ' ὀιστόν O. 9.11

γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς ταὐλὸς O. 10.94

γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85

Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56

ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32

ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδαὐτίκα, φόρμιγξ N. 4.44

γλυκεἶ ἀοιδά N. 5.2

ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

ἀλλἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3

ἐγκιρνάτω τίς μιν, γλυκὺν κώμου προφάταν N. 9.50

οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.7

παυσάμενοι δἀπράκτων κακῶν γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101

μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm. Wil.)

Πα. . . ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν Pae. 7.11

γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες (sc. τῶν Κηληδόνων) Pae. 8.75
c of thoughts, feelings.

χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.19

νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

γλυκείας Ἀφροδίτας O. 6.35

αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν O. 13.115

σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: γλυκἔ ἄνεται Kayser) O. 14.6

γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26

τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον P. 4.184

γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν pr. P. 6.52

τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36

πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10

γλυκεῖα Ἐλπίς fr. 214. 1. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. pro subs., τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά prosperity I. 7.48
d fragg. ]

μον γλυκεἰ[ Pae. 22.3

]πειρατο γλυκυ[ Πα. 22g. 5. γ]λυκὺν υ[ (supp. Lobel) Θρ. 4b. 4.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλυκύς — sweet to the taste masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύς — Επώνυμο τυπογράφων και εκδοτών του 17ου και του 18ου αι. Το επώνυμο αναφέρεται και με τη γραφή Γλυκής. 1. Νικόλαος (Ιωάννινα 1619 – Βενετία 1693). Ιδρυτής του σπουδαιότερου ελληνικού εκδοτικού οίκου της Βενετίας. Αρχικά ασχολήθηκε με εμπορικές… …   Dictionary of Greek

  • γλυκύς, -ιά, -ύ — βλ. γλυκός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκίονα — γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc comp pl (epic) γλυκύς sweet to the taste masc/fem acc comp sg (epic) γλυκί̱ονα , γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc comp pl (attic) γλυκί̱ονα , γλυκύς sweet to the taste masc/fem acc comp sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκέα — γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γλυκέᾱ , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc/acc dual (epic ionic) γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκυτάτω — γλυκύς sweet to the taste masc/neut nom/voc/acc dual (attic) γλυκύς sweet to the taste masc/neut gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκυτάτων — γλυκύς sweet to the taste fem gen pl (attic) γλυκύς sweet to the taste masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκυτέρων — γλυκύς sweet to the taste fem gen pl (attic) γλυκύς sweet to the taste masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκέων — γλυκύς sweet to the taste masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) γλυκέω̆ν , γλυκύς sweet to the taste masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκίονος — γλυκύς sweet to the taste gen comp sg (epic) γλυκί̱ονος , γλυκύς sweet to the taste gen comp sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύ — γλυκύς sweet to the taste masc voc sg γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”